ραβδώνω

ραβδώνω
Ν, και μόνον το μέσ. ῥαβδοῡμαι, -όομαι Α
μέσ. ραβδώνομαι και ῥαβδοῡμαι, -όομαι
είμαι ή γίνομαι ραβδωτός, έχω ραβδώσεις
νεοελλ.
(το ενεργ.) ενεργώ έτσι ώστε να σχηματιστούν ραβδώσεις, αυλακώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος. Ο τ. ραβδόω, - μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ράβδωμα — το / ῥάβδωμα, ΝΑ νεοελλ. βιολ. κεντρικό ραβδίο τών αισθητήριων κυττάρων τού ομματιδίου στους σύνθετους οφθαλμούς τών καρκινοειδών και τών εντόμων, το οποίο σχηματίζεται από σύνολο μικροσωληναρίων και υποστηρίζει την αισθητηριακή μεταγωγή, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • ράβδωση — η / ῥάβδωσις, ώσεως, η, ΝΜΑ [ῥαβδοῡμαι / ραβδώνω] μακρά και στενή εγγλυφή ή ανάγλυφη προεξοχή σε στερεά ύλη, και, ιδίως, κατακόρυφη αυλάκωση στον κορμό κίονα ή παραστάδας («ἡ γὰρ τῶν λίθων σύνθεσις ἑτέρα τῆς τοῡ κίονος ῥαβδώσεως», Αριστοτ.)… …   Dictionary of Greek

  • ραβδούμαι — όομαι, Α βλ. ραβδώνω …   Dictionary of Greek

  • ραβδωτός — ή, ό / ῥαβδωτός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥαβδοῡμαι / ραβδώνω] 1. αυτός που έχει μακρές και παράλληλες γραμμές ή σειρές στην επιφάνειά του, γραμμωτός («ραβδωτοί μύες») 2. (ιδίως για κίονες) αυτός που σχηματίζει αύλακες, αυλακωτός νεοελλ. φρ. «ραβδωτό σώμα»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”