- ραβδώνω
- Ν, και μόνον το μέσ. ῥαβδοῡμαι, -όομαι Αμέσ. ραβδώνομαι και ῥαβδοῡμαι, -όομαιείμαι ή γίνομαι ραβδωτός, έχω ραβδώσειςνεοελλ.(το ενεργ.) ενεργώ έτσι ώστε να σχηματιστούν ραβδώσεις, αυλακώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος. Ο τ. ραβδόω, -ῶ μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.